τετράρρυμον

τετράρρυμον
τετράρρῡμον , τετράρρυμος
with four poles
masc/fem acc sg
τετράρρῡμον , τετράρρυμος
with four poles
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • οκτάρρυμος — ὀκτάρρυμος, ον (Α) (για άρμα) 1. αυτό που έχει οκτώ ρυμούς 2. (κατ επέκτ.) αυτό που σύρεται από οκτώ ζεύγη αλόγων ή βοδιών («τὸ τετράρρυμον αὐτοῡ ἅρμα,...ὀκτάρρυμον ποιήσασθαι, ὥστε ὀκτώ ζεύγεσι βοῶν ἄγειν», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα (βλ. λ.… …   Dictionary of Greek

  • τετράρρυμος — ον, ΜΑ αυτός που έχει τέσσερεις ρυμούς και οκτώ ίππους («συνεζεύξατο... τὸ... ἅρμα τετράρρυμόν τε και ἵππων ὀκτώ», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + ῥυμός «τιμόνι» (πρβλ. πολύ ρρυμος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”